ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Γράμμα στον Άδη.

Ανάμεσα σε δάση πορφυρά, νεκρακόλουθα
άφησα το κορμί μου να κυλίσει
να νιώσω στα βάθη μου τη φλόγα
στου δέρματος την κάψα των  δακρύων να θυμίσει.
Κι αν σε ρώτησα ποτές μου
για που βιάζεις
ήταν που σ'ήθελα κοντά
όταν ο άνεμος της πεθυμιάς με σβήσει.
Μα τώρα προσκυνώ σε Άδη
να χαριστείς στου Έρωτα την όψη
και μη μ'αφήσεις να 'ρθω να σε βρω.
Οι κόρες των ματιών μου μην λευκάνουν
κι οι χάντρες της ζωής να μη σιωπούν.
Τώρα που έμαθα να ζω
λίγη ζωή ακόμη σου ζητώ.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ανθύπνωση


άγουρες αναμνήσεις καλωσορίζουν τη νύχτα
και ξαγρυπνούνε ανάμεσα σε τέρατα μυθικά.
άθικτη φαντάζομαι την καρδιά μου
που μου μιλά με παραισθήσεις κι οιωνούς
που οδηγούν στο τέρμα.
φυλάκισα τα τέσσερα παιδιά μου
για να τα 'χω όπως τα θέλω.
τον πόθο, την απελπισία, την αγάπη
και τέλος τη γλυκήτατη μου τέχνη,
που με μισεί.
τον πόθο μου τον έντυσα με ένα βαρύ σεντόνι
να μου θυμίζει την αρχαία μου στοργή
όταν βαθιά με πνίγει.
την απελπισία την ζέστανα πολύ
μέσα στα δυο μου χέρια
για να ξέρει.
στης αγάπης μονάχα το κελί δεν έβαλα ποθές κλειδί.
και για την τέχνη μου μοίρασα άνθη
κατέβασα μετάξια και ρηχτά
άναψα το πιο λαμπρό κερί
και της πρόσφερα το κορμί
το μυαλό
και το σπέρμα μου.
γνωρίζει την υπέρτατη μου αδυναμία
και χαίρεται όταν κλαίω
όταν θρηνώ
γιατί μονάχα τότε της προσφέρω.
κι ύστερα μ' επαναφέρει στον ύπνο τον τραχύ.
στην ύστερή μου ανθύπνωση

δίχως προορισμό

ακολουθώ ένα ρυθμό δίχως αίσθηση
για να φτάσω σ' ένα προορισμό
που μάλλον δε γνωρίζω.
η ανάγκη για λιμάνι
πληθαίνει όσο πηαίνω.
βάζω τα δυο μου πόδια στα ρηχά
και βρέχω τις παλάμες μου προτού
να 'ρθει το κύμα
το βαρύ
και σου ζητώ σαν χάρη ποταμέ
να με σύρεις.
θέλω να φτάσω κάπου τελικά.
και για την ησυχία που ΄λεγα πως θέλω
δεν την ξανάδα πια
ούτε στης πεθυμιάς μου τον ορίζοντα
ούτε στις ηδονές μου.
όσο κι αν στάθηκα ασήκωτος
απ'της αρχής μου το ξεκίνημα
τα όλα μου, ζητούν ταξίδια
μα η καρδιά μου ψάχνει μανιωδώς
για ένα τέλος.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

έρημος


τα μάτια μου βυθίστηκαν σε μιαν έρημο δακρύων
για τις ζωές που δε θα ζήσω ποτέ.
βλέπουν μπροστά τα καραβάνια
και τις φλογέρες να φτερουγίζουν 
μια μελωδία μακρινή.
ίσως να 'χα τότε το δικό μου καραβάνι 
κι ίσως πάλι να 'μουν κλέφτης τρομερός.
όπως και να 'χει κλαίω 
γιατί η έρημος είναι μαζί μου
και τώρα που βρέθηκα σε γάλανα νερά
και τώρα που τα πόδια μου ανθήσαν,
εγώ κλαίω στη θύμηση της.
για μια μνήμη που δε θα 'ρθει ποτέ.