ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Να φύγω..

 Να φύγω, να φύγω
όχι στα μέρη τα γνωστά
τ'αναγκασμένα
για τ'άλλα, που ονειρευόμαστε μαζί τόσο καιρό.
Να φύγω και να διώξω απ'τη σάρκα μου
όλες τις ασχήμιες που μου'ρθαν
δίχως να τις έχω διαλέξει ποτές μου
μα που άφησα να με εισχωρήσουν.
Να φύγω στα κρυφά
που μου ψιθύριζες για να μη μας ακούσουν
να πάμε εκεί που θα μπορώ
να σου φωνάζω
με τ'όνομα που σου'χω'γω
γαλάζια μου λίμνη
που πλέκεις στα χρυσά μου μαλλιά
τους δείκτες σου.
Να φύγω για την ψυχή μου
που το 'χει παράπονο
πως τόσο καιρό δε την ακούω.
Να φύγω για ΄μένα
και γι'αυτό που δε μ'άφησε ο κόσμος να γίνω,

ο εαυτός μου.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Gadfly Suite OP.97A

Μέσα στη βουβή απεραντοσύνη του δωματίου αποφάσισε να φέρει τέλος στη ζωή του. Τα κεριά τρεμόπαιζαν κι ο μικρός καθρέφτης αντανακλούσε τη θλιμμένη του ψυχή. Ευτυχώς δεν υπήρχε τίποτα αιχμηρό στον χώρο κι έπεσε να κοιμηθεί, απελπισμένα, επάνω στο άβολο στρώμα του. Ο ύπνος του ήταν κι αυτός άβολος κι αγχώδης. Σύντομα κάτι τον ξύπνησε. Μπορεί να έφταιγαν τα ελατήρια που του έμπηζαν τα σπλάχνα, μπορεί να 'ταν οι φασαρίες απ'έξω, ποιος ξέρει. Άναψε και πάλι τα κεριά κι ένα αρωματικό στικ. Άκουσε λίγο από τον αγαπημένο του συνθέτει κι απόλαυσε τις κίτρινες αποχρώσεις της φλόγας επάνω στους λευκούς τοίχους. Ξάφνου ακούστηκε η πόρτα. Κάποιος χτυπούσε. Δυσαρεστήθηκε που έπρεπε να διακόψει την Gadfly Suite OP.97A, ήταν μακράν η αγαπημένη του μελωδία.
“Ποιος είναι;” ρώτησε διστακτικά.
Καμία απάντηση. Δίχως να το σκεφτεί άνοιξε την πόρτα.
“Εσύ είσαι; Γιατί δεν απάντησες, τρόμαξα.” είπε με κοφτή, τρομαγμένη φωνή.
“Δεν θέλω να μ'ακούσει κανείς.” ψιθύρισε.
Αφότου μπήκε μέσα βιαστικά αγκαλιάστηκαν σφιχτά, σαν να είχαν χρόνια να ειδωθούν.
“Μου έλειψες.” είπες ο νέος του δωματίου.

“Κι εμένα.” απάντησε ο θλιμμένος.

Η νύχτα έχει περάσει. Τα τέσσερα μάτια, στραμμένα προς τα κάτω, γεμάτα ξεραμένα δάκρυα, και δυο ανάσες διψασμένες σμίγουν και χάνονται.  

“Βαδίζουμε μόνοι σ'αυτό το απέραντο ταξίδι της θλιμμένης ψυχής μας.”

  Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τον ρώτησε: “Τι σ' εμποδίζει; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;” Εκείνος έδειξε να χάνετε μέσα στην απέραντη θλίψη των ματιών του, κι απάντησε σχεδόν ψιθυριστά: “Κι εγώ αυτό αναρωτιέμαι, γιατί τα κάνουμε όλα αυτά; Ποιόν μισούμε πραγματικά και ποιόν θέλουμε να εκδικηθούμε; Τον πατέρα μας και τη μάνα μας που μας πονέσαν; Το Θεό που μας αφήνει στο έλεος του κόσμου; Το βιαστή που πρώτος μας έκλεψε τη γαλήνη απ'τα καθαρά μας μάτια; Κι όχι πως είναι ένας.. Αλλά ποιόν μισούμε πιο πολύ και εκδικούμαστε την ίδια μας την ύπαρξη; Αυτό αναρωτιέμαι.”
“Δε σε καταλαβαίνω, για τί πράγμα μου μιλάς;” τον ξαναρώτησε “Εγώ πρέπει να φύγω, σου άφησα λίγο φαγητό στην κουζίνα. Άντε τα λέμε.” είπε, κι έφυγε κι αυτός. Πως ν'απαλέψει κανείς μια θλιμμένη ψυχή που δε τη βαστά το ψέμμα της πραγματικότητας;

“Θα έκανα τα πάντα για να φύγω από 'δω.” Είχε πει μια φορά. Δε το 'καμε, γιατί στην πορεία όλα αλλάξαν. Φταίει κι αυτός ο ποιητής που τον διάβαζε με τις ώρες: “Βαδίζουμε μόνοι σ'αυτό το απέραντο ταξίδι της θλιμμένης ψυχής μας.” Που να μην τον ήξερε. Τον θαύμαζε πολύ κι όλο γι'αυτόν μιλούσε. Καταραμμένα βιβλία, γεμίζουν τα μυαλά των ανθρώπων με ιδέες ανύπαρκτες και τους βυθίζουν σε μια απέραντη θάλασσα σκέψεων. Η κατάθλιψη είχα ακούσει οφείλεται στην αγάπη, δίχως όρια, που έχει κάποιος μέσα του, μα κανείς δε του τη ζητά. Καημένος όποιος. Και τι να ζήτησε δηλαδή; Ένα χέρι να απλωθεί στο σβέρκο του και να τον σφίξει, να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει: “Θα 'ρθει και το ξημέρωμα, η δύση μοναχή δεν θα αντέξει. Μια ανατολή θα 'ρθει, και σε περιμένει.” Μια κουβέντα σαν κι αυτή ποθεί.