ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

κύτταρα μου αίμα.


ε και που πέρασαν τα χρόνια
ε και που ένιωσα το αίμα μου να πήζει
από μαύρο δηλητήριο ν'αφρίζει;
μπορώ και στέκομαι.
κουτσά μεν,μα στέκομαι.
και αφού μπορώ μπορείς κι εσύ
που 'χεις γερά τα πόδια.
και μη μου υποδείχνεις πλαστά χαρτιά
αρρώστιας που δεν σ'έπιασε.
μη μου γεμίζεις την καρδιά με αίμα,
αίμα χλωμό από αισθήματα.
αίμα ψυχρό κι αδειανό από αγάπη.
γιατί τυφλώνεις την ομορφιά του κόσμου
και φως στο βλέμμα σου δεν δίνεις;
σαν πως δε το νιώσαμε κι οι δυο βρε φως μου;
άσου στον άνεμο,φτερά να γίνεις.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

σακούλες μάτια μου.

μα πως τυχαίνω να ξυπνώ βράδυ.
αρχή βραδιού.
γλυκή μα πικρή νοσταλγία μου φέρνει
αυτή η στιγμή.
σα να ξυπνώ στην αρχή ενός τέλους.
κουρασμένος μέν,
γι'αυτό και οι μαύροι κύκλοι.
αλλά παρ'όλα αυτά δε,
έτοιμος να αρχίσω να τελειώνω.
τη νοσταλγία αυτή τη φέρνουν
τα απογεματινά όνειρα.
ναρκωτικό να σ'αγγίζω,
είτε στον ύπνο,είτε στον ξύπνιο.
γιατί έχω ανάγκη να θυμάμαι
όσο η μνήμη μου δε με βοηθά.
γι'αυτό, όσο δεν είσαι στον ξύπνιο,
θα'σαι στον ύπνο.
ακούω τους ήχους των γνωστών παλαιών εποχών,
και αφήνω τη νοσταλγία να με οδηγήσει σε κάτι καινούργιο.
ένα συναίσθημα καινούργιο.
μα που και πάλι ίδιο θα'ναι.
ίδιο με 'σένα.
ίδιο με 'μένα.
πάντα ίδιο

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Όμορφές μου αμφίβιες.


κι είναι πιο δύσκολο να χαίρομαι,
να νιώθω μέσα μου ζεστά τα χέρια της ζωής,
να απλώνουν σιωπηλά κλαδιά λευκής ιτιάς.
και είναι πιο εύκολο να 'μαι
πικραμένος κάτω από κάποιου πεύκου την άγρια σκέψη.
και να μη δείχνω μήδε μιζέρια,
μα μήδε και χαρά.
έτσι ο κόσμος δε θα 'ναι αδικημένος.
μα θα 'μαι 'γω, μακριά απ' τη γλυκύτατή μου λίμνη.
αυτή που 'χω βυθίσει δεκαπέντε μέτρα βάθος
τα οκτώ χιλιάδες όνειρά μου.
και τρεις αμφίβιες γοργόνες,
που 'χουν της θάλασσας τα μάτια,
που΄χουν χλωμά,στεγνά τα χείλη,
τις έχω βάλει φύλακες των μακρυνών μου ονείρων.
μα που να ξέρω.
κι αν οι όμορφές μου αμφίβιες
θα θέλουν ως αύριο για ΄μενα να πεθάνουν.