ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

να με κρατάς γερά.


Αγχώθηκα μήπως και φύγεις.

Τώρα που σε κράτησα σφιχτά
κι είδα τον κόσμο ν'ανασαίνει.
Τώρα που έσταξα δάκρυ βροχής χαράς.
Τώρα φοβούμαι πιο πολύ.
Στην εποχή του σκότους και του μαύρου πένθους
δεν είχα τίποτε να φοβηθώ,
γιατί όλα ήταν χαμένα.
Μα τώρα φοβούμαι, φοβούμαι κι έχω θάρρος.
Κι ας ξέρω πως τούτος ο κόσμος
είναι η αφορμή να γνωριστούμε
και πως οι δυο ψυχές στις αιώνιες ηδονές
τούτου και των άλλων κόσμων θα πλέουν
φοβούμαι.
γιατί δεν ξέρω πως θα'ναι οι αγκαλιές 
κι αν θα ζεσταίνουνε όπως ζεσταίνουν τώρα
πάνω στα γηίνα χώματα.
Και θα κλάψω.
Θα κλάψω πικρά όταν μαζί θα πετάξουμε
τα σώματά μας στις φλόγες,να καούν,
για να γενούμε αγέρας,
να γενούμε μαύρα πουλιά,
να γενούμε ένα με τα ουράνια σώματα,
κάτω απ'των θεών την άσπρη βλέψη.
Κι ακόμη,
όταν θα βλέπομε τον κόσμο από ψηλά
θα σε κρατώ. να με κρατάς και 'συ.
να με κρατάς σφιχτά στο στήθος να με σφίγγεις.
όχι μη χάσομε τα σώματα, αυτά θα 'χουν καεί.
μα να μη σπάσει η καρδιά μου.
γιατί δεν ξέρω σίγουρα μα αν την έχω ακόμη όπως τώρα
θα σ'έχει ανάγκη.
θα'χει ανάγκη να τη σφίξεις, να την κρατήσεις γερά.
γιατί θα σπάσει από τον τρόμο.
πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος καρδιά μου.
να με κρατάς γερά.