ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Σήμερα κατέχω σώμα ανθρώπινο.


Υπάρχει μια πιθανότητα να γλυτώσω σήμερα.
Όχι πως θα προσπαθήσω,έχω πάψει προ πολλού να προσπαθώ.
Ίσως κάτι να με σώσει,όπως κάθε μέρα άλλωστε.
Απλά σήμερα είναι διαφορετικά.
Σήμερα κατέχω σώμα ανθρώπινο.
Με 1 καρδιά και 5 αισθήσεις.
Και είναι και αυτή η Άνοιξη,Θεά άνοιξη,
που δεν μ'αφήνει σε ησυχία.
Με κάνει όλο και πιο πολύ να σκέφτομαι.
Το χειμώνα τουλάχιστον έβλεπα τα βάσανα
των ταλαίπορων ταξιδιωτών,
και έλεγα:"ε,δε χάθηκα κιόλας."
Μα τώρα τα πουλιά γλεντούν και τραγουδούν.
Αηδόνια με ξυπνουν,τριζόνια με κοιμίζουν.
Και μ'αυτό,θα'πρεπε να κοιμούμαι καλά,
μα όλο παράξενα όνειρα βλέπω.
Δεν είναι εφιάλτες,απλά παράξενα όνειρα.
Όνειρα που γκρεμίζουν το Όνειρο,
εκείνο το ιδανικό μου.
Το πολύτιμο μου Όνειρο που,
είτε το χρόνο προσμένω να μου το φέρει,
είτε κανα θάυμα σαν κι αυτό που με σώζει καθημερινώς.
Και αν πιστεύω στα θαύματα;
Με θαρρείτε για ανόητο ε;
Μα πως να μην πιστεύω όταν ακόμη
μπορώ να κοιτώ,να ακούω,να αγαπώ.
Όπως μου λεν τα πνεύματα:
" Ἡ ἐλπίς πεθαίνει τελευταῖα".
Έτσι και εγώ σαν ελπίδα θα ζω μέχρι το τέλος,
ελπίζοντας στ'όνειρο.
Με ευγνωμοσύνη σε ό,τι μπορεί και στέκεται πλάι
και σ΄ότι μου προσφέρει τούτη η μάνα φύση.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

θέλω την μπόρα να την κοιτώ κατάματα.


Μπόρα έπιασε πάλι χθες.
Και να'σου κάθε ένα λεπτό
να μου χτυπά την πόρτα.
Ήταν απ΄τις ευγενικές
και δεν επέμεινε πολύ.
Εγώ δεν άνοιξα.
Δεν είχα δύναμη ν'ανοίξω.
Μόνο το παραθύρι που ΄κλεισα
για να νιώσω λίγο ακόμη μόνος,
ε,αυτό το παραθύρι το ξανάνοιξα.
Γιατί την μπόρα,θέλω να την κοιτώ κατάματα.
Μόνο το τζάμι έκλεισα,γρήγορα μη και μπει.
Την κοιτούσα για ώρα,μα νόημα δεν βγάζω.
Μα λεν,όσο κοιτάς την καταιγίδα,
τόσο πιο μεγάλη φαίνεται.
Το σκέφτηκα κάμποσο.
Τελικά έκατσα πλάι στο παραθύρι,
μόνο για να την ακούω.
Το άκουσμα της γλυκό,
μικρές στάλες ακούγονταν να χτυπούν τη σκεπή.
Αναλογίστηκα τα περασμένα,
σαν ένα χάπι πικρό και βαρύ
να 'φτανε στο στομάχι μου.
Ευτυχώς ξάφνου μια βροντή μου 'κοψε
τη φόρα,φόρα,κατηφόρα.
Είπα να ξαπλώσω,μιας και σώπασε για λίγο.
Γι'αυτό θα'ναι που δεν μπορώ τις καταιγίδες,
ειδικά όσο λείπεις.
Με κάνουν να αναλογίζομαι,
μακριά σαν μια έρημος που λαμπιρίζει
στο βάθος,μακρύ βάθος,βαθύ βάθος,άπατο βάθος.

Για μια στιγμή νόμιζα πως θα στρώσει.


Ήρεμη η επιστροφή,
περιμένοντας το λεωφορείο.
Α,να και η κοπέλα αυτή.
Την ξανάδα δυο,τρεις φορές σήμερα.
Καθώς αναρωτιόμουν διάφορα γι'αυτήν
άρχισε να χιονίζει.
Για μια στιγμή νόμιζα πως θα στρώσει.
Το 'χα μεγάλη λαχτάρα να πετάξω πάνω
στα σύννεφα ,από μικρός.
Μα ίσα ίσα να πατήσω στα κομμάτια τους
μου φτάνει.
Και να σου,μου ΄ρθε μια αναλαμπή.
Τι είναι τούτες οι νιφάδες;
Νύμφες ή νεράιδες;
ή συμπυκνωμένο νερό,σαν το πρωινό μου γάλα;
Αυτοί οι μεγάλοι,παραμυθάδες και μή,
όλο βλακείες λένε.
Κομμάτια από σύννεφα είναι.
Είναι των συννέφων αναμνήσεις παλιές
από πουλιά που δεν στάθηκαν λεπτό,
αν και αυτά γεύτηκαν το χάδι τους.
Και είναι όνειρα δικά τους,μονάχα δικά τους,
ανεκπλήρωτα όνειρα.
Και θα σταθώ εδώ,
να κοιτάξω λίγο την κοπέλα.
Κοιτά τις νιφάδες.
Και αυτή τα ίδια σκέφτεται,
όλοι ίδιοι είμαστε τελικά.
Τέλος πάντων,συνέχισα το συλλογισμό μου.
Αφού βρήκα τι είν οι νιφάδες,τι είν τα σύννεφα;
Μονάχος μου το βρήκα κι αυτό.
Σύννεφα είναι ο έρωτας.
σύννεφο=έρωτας
Ύψιστος `έρως.
Ψηλά κρυφογελά,ψηλά δακρύζει.
Μα πάντα,και αυτό το ξέρω με τα μάτια μου,
Πάντα στην καρδιά ξυπνά,κοιμάται,
ξαναξυπνά,ξανακοιμάται.
(Σύννεφό μου σ'έχω βρει.
Μην ρίξεις τα όνειρα σου,
κι ας μην πετάξω ποτέ μου.)

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Οι κουρτίνες της σκηνής άνοιξαν.
Απ'έξω λευκές και μέσα κόκκινες.
Κόκκινες,όχι σαν το κρασί.
Κόκκινες,όχι σαν τα αισθησιακά χείλη.
Ούτε σαν της άνοιξης το ρόδο.
Κόκκινες σαν το αίμα.
Σκηνή πρώτη: ο θάνατος.
άψυχο σώμα,χλωμό.
εκφράσεις ανύπαρκτες.
Και αναρωτιέμαι που είν΄η γλύκα σου;
Τα μάτια σου ήταν λαμπερά,
το χάδι σου γλυκό.
Και όλα τα παράπονα που σου'χα
τώρα τα ΄χω για ευχές,πρώτα στη λίστα.
Σκηνή δεύτερη:τρόμος κι απορία.
Μάτια γουρλωτά και ρίγος
ως την πιο μικρή μου τρίχα.
Απ' αυτές που εσύ είχες πολλές,
κι όλοι για τη γούνα σου έλεγαν.
Σκηνή τρίτη:Αργή και μπερδεμένη.
Τ'άστρα τα μετρούσα και σ'αναζητούσα.
Σε ποιο απ'όλα να 'σαι;
θα σε βολεύει να κοιμάσαι;
Σκηνή τέταρτη: Το τέλος
Απ'όπου ερχόμαστε,εκεί επιστρέφουμε.
Εκεί που φύτρωσες,εκεί θα ανθίσει τώρα,
το πιο όμορφο λουλούδι.
Μολονότι το δωμάτιο μιάζει βουβό.
Και τα χέρια μου άλλη γούνα
τόσο ζεστά δεν θα χαιδεύουν.
(Για τον Χαμτάρο,τον πιο γλυκό Χάμστερ.)

Ζωής αιτία.

Έρχονται μέρες δύσκολες,
αυτό μου λέγαν όλοι.
Δεν είν’ πως δεν τους πίστεψα,
μα δεν ήθελα να τους πιστέψω.
Όπως και να ‘χει,
οι προβλέψεις τους βγήκαν.
Οι μέρες,οι καταραμένες μέρες ήρθαν.
Και‘γω,μήδε πανοπλία έχω,
μήδε σπαθί.
Αυτοί βέβαια μιλούσαν για άλλες δυστυχίες.
Έγνοια είχαν την απόλαυση,μη τους φύγει.
Το χρήμα και κάθε λογής υλικά,
τα’χαν αυτά για παρηγόρια.
Μα τις δικές μου μέρες άλλες κατάρες βρήκαν.
Εγώ ‘χω να παλέψω με δράκους
Έχω να βγω ζωντανός από πρωτόγνωρα εδάφη.
Δεν ειν’ δικά μου,δεν τα ξέρω.
Μα και ‘συ,να μου πεις,
Σε γνωστά μέρη βαδίζεις;
Μα τα δικά σου βήματα
ειν’ βήματα χαράς.
Μα ‘γω στη γη αυτή την ξένη,
που ξένη ειν’ γιατί δεν είσαι εσύ,
Δεν θέλω μπλιο να περπατώ.
Εσύ ήσουν ηλιαχτίδα,
που μακριά έδιωχνε κάθε βαθύ σκοτάδι,
κάθε φλογερό δράκο.
Εσύ εισ’ ασπίδα και σπαθί
Εσύ εισαι η έμπνευση μου για ζωή.
Ζωής αιτία.

"Τι σου'ναι η συνήθεια,ακόμη κι αγάπες ξεχνά."


Βαθιά βαθιά συλλογισμένος
πάλι και σήμερα σε ανούσιες σκέψεις.
Μα τι σου 'ναι οι σκέψεις;
τι να 'σουν αν δεν τις είχες;
και τι να 'κανα αν δεν ήσουν εσυ;
και τώρα που δεν είσαι;
κι αν ήσουν; Κάλλιο να μην ήσουν.
κι ας ήσουν τώρα.Να μην ήσουν
και να ΄σουν τώρα.Για πρώτη φορά,
δίχως ξανά.Μια φορά να ζήσω,
για μιά εποχή,για μια ελπίδα.
Σε ΄κείνες τις συνήθειες τις παλιές.
Μα ποιός μιλά; Σαν σαραντάρης νιώθω.
Όλα μπροστά μου τα 'χω γιατί κοιτώ πίσω;
Αχ,να μπορούσα να σ'αφήσω.
Απ'το μυαλό,γιατί απ'την καρδιά,
μάταιος κόπος.
Κι εσύ,για 'σένα θα 'λεγα:
"Τι σου'ναι η συνήθεια,
ακόμη κι αγάπες ξεχνά."