ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

“Βαδίζουμε μόνοι σ'αυτό το απέραντο ταξίδι της θλιμμένης ψυχής μας.”

  Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τον ρώτησε: “Τι σ' εμποδίζει; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;” Εκείνος έδειξε να χάνετε μέσα στην απέραντη θλίψη των ματιών του, κι απάντησε σχεδόν ψιθυριστά: “Κι εγώ αυτό αναρωτιέμαι, γιατί τα κάνουμε όλα αυτά; Ποιόν μισούμε πραγματικά και ποιόν θέλουμε να εκδικηθούμε; Τον πατέρα μας και τη μάνα μας που μας πονέσαν; Το Θεό που μας αφήνει στο έλεος του κόσμου; Το βιαστή που πρώτος μας έκλεψε τη γαλήνη απ'τα καθαρά μας μάτια; Κι όχι πως είναι ένας.. Αλλά ποιόν μισούμε πιο πολύ και εκδικούμαστε την ίδια μας την ύπαρξη; Αυτό αναρωτιέμαι.”
“Δε σε καταλαβαίνω, για τί πράγμα μου μιλάς;” τον ξαναρώτησε “Εγώ πρέπει να φύγω, σου άφησα λίγο φαγητό στην κουζίνα. Άντε τα λέμε.” είπε, κι έφυγε κι αυτός. Πως ν'απαλέψει κανείς μια θλιμμένη ψυχή που δε τη βαστά το ψέμμα της πραγματικότητας;

“Θα έκανα τα πάντα για να φύγω από 'δω.” Είχε πει μια φορά. Δε το 'καμε, γιατί στην πορεία όλα αλλάξαν. Φταίει κι αυτός ο ποιητής που τον διάβαζε με τις ώρες: “Βαδίζουμε μόνοι σ'αυτό το απέραντο ταξίδι της θλιμμένης ψυχής μας.” Που να μην τον ήξερε. Τον θαύμαζε πολύ κι όλο γι'αυτόν μιλούσε. Καταραμμένα βιβλία, γεμίζουν τα μυαλά των ανθρώπων με ιδέες ανύπαρκτες και τους βυθίζουν σε μια απέραντη θάλασσα σκέψεων. Η κατάθλιψη είχα ακούσει οφείλεται στην αγάπη, δίχως όρια, που έχει κάποιος μέσα του, μα κανείς δε του τη ζητά. Καημένος όποιος. Και τι να ζήτησε δηλαδή; Ένα χέρι να απλωθεί στο σβέρκο του και να τον σφίξει, να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει: “Θα 'ρθει και το ξημέρωμα, η δύση μοναχή δεν θα αντέξει. Μια ανατολή θα 'ρθει, και σε περιμένει.” Μια κουβέντα σαν κι αυτή ποθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: