ένα φως με πλησιάζει και μου χαμογελά. επιτέλους, θα ζεις ψυχή μου, λεύτερη.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Η επανάληψη του τίποτα

κενό, μυστήριο
ανακάλυψα πως όλοι τρέχουν.
δεν είμαι παρατηρητής
ούτε έχω κάποιο ρόλο.
μα υπάρχω, το νιώθω, υπάρχω.
κανείς δεν με παρατηρεί.
απεγνωσμένα σου ζητώ να με κοιτάξεις
απλώς κοίταξέ με.
κάνω μια βουτιά στο κρεβάτι
κι επαναφέρομαι στην ηδονή
του μονάριθμου
εγώ, εγώ, εγώ.
καμιά προέκταση.
αναζητώ την αιωνιότητα στα δυο σου μάτια
λες κι η φθορά του χρόνου μέσα τους απουσιάζει.
μα αντ'αυτού ανταμείβομαι με το βραβείο
του Δίχως.
δίχως το εγώ, δίχως το εσύ
δίχως κανέναν.
κοίταξα τα άστρα και τους ζήτησα να μου αποκαλύψουν το μυστικό σου.
μονάχα ένα μου απάντησε κι ήταν η Αφροδίτη.
μου μίλησε για τον έρωτα
μου μίλησε για τον θάνατο
μα και για κάτι που δεν κατάφερα ποτέ ως τώρα να κατανοήσω.
μου μίλησε για εσένα.
για το πόσο ανάγκη το 'χεις
και πως τα σπλάχνα σου τρίζουν
μα δε μου το πες ποτέ.
ξάπλωσα δίπλα της και σ' ονειρεύτηκα.
σ'είχα αγκαλιά, σε μια κορφή
νύχτα αέρας αστέρια σιωπή.
αιωνιότητα.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Τα Όνειρα που δεν Έκαμα Ποτές μου

Πάει  καιρός που δεν κατάφερα να νιώσω μέσα μου βαθιά 
ενός ονείρου ξεκούραστου την λευκόμορφη ανάσα
και να ζήσω τον ύπνο της ψυχής μου.
σαν όλα τα βράδια της ζωής μου ξάπλωνα 
μισά μετανιωμένος για τις ώρες που περνούσα μακριά απ'τα 
ξυπνητά,
μα θλιμμένος που ζούσα μακριά απ'τα όνειρα μου.
το κορμί μου δε βίωσε ποτέ
το Δίχως των ανοιχτών βλεφάρων
ούτε το πέρασμα απ'τα όνειρα τα μακρινά
αυτά που δε συμβαδίζουν με καμιά λογική.

Ύπνου Έμπνευσις

Μ'έναν πόλεμο δακρύων θα απαντήσω στην οργή μου
για τη φθηνή την ύπαρξη μου.
κι ένα ποτάμι ουρανό θα αφήσω να τρέξει
επάνω στα μελανά σου μαλλιά.
μη με ρωτάς που βρήκα κουράγιο
να αφήσω όλα αυτά που χρωστώ.
τις άκρες των μικρών σου οδοντίων
αυτές να κοιτώ όταν κρυφά, που κι αραιά χαμογελείς
και θα ζω.
δίχως τα χρωστούμενα που με βαραίνουν
για τους ανθρώπους που δεν είμαι εκεί να φυλώ
και για τα όνειρα μου τα προδομένα.
μη με ρωτάς γιατί τα βράδια ξυπνώ
από εφιάλτες φριχτούς και κουρνιάζω σε λέξεις λευκών φύλλων,
για να θυμάμαι όσα ξεχνώ.
μη με ρωτάς γιατί τρέχω και παραπλανώ τα σακάτικα πόδια μου
πως μπορούν λίγο ακόμη
μόνο για να 'ρθω ένα βράδυ πλάι στην εύρυθμη ανάσα σου.
και δε θα ρωτώ κι εγώ για που βιάζεις
και δε θα κλαίω όταν την γηραιότερη σκύλα κοιτάζεις
κι ας πονώ.
μα πες μου
τι νιώθεις όταν σε γλύφω στη ράχη
όταν τα απωθημένα ξεσπούν επάνω στην τρυφερή σου ματιά;

Τα Άνθη της Οφηλίας

Aγνοώ τους κινδύνους, τι θα προκύψει
και προχωρώ.
σ'ένα καλούπι που δε μου μοιάζει πια
και σε κοιτώ.
αναστενάζεις για το βαρύ μου βήμα.
τα βλέμματα μας δεν εσμίξαν από τότε
για να μην συναντήσουν το αναπόφευκτο.
σε θυμάμαι πως ήσουν και με πόση λαχτάρα
μ'έπνιγες σ'ενός έρωτα την υπεράισθητη θάλασσα.
έχω έναν πόνο στο θώρακα που με τυλίγει ως πίσω
στους εκατομμύρια χαραγμένους σπονδύλους.
καμιά φορά αναρωτιέμαι αν αιτία είναι τα ελατήρια
η αν στα όνειρα μου  καθώς κοιμάμαι
κάτι σωματοφθόρο συμβαίνει,
μα τα όνειρα μου δεν τα θυμάμαι.
κανένα πρωινό δεν ξύπνησα κι είπα:
"που τον θυμήθηκα κι απόψε, καιρό έχω να τον δω."
μα ίσως να 'ναι και για καλό.
δεν κάνει να συγχέω τους δυο μου κόσμους
των ονείρων και τον άλλο
που ΄ναι γεμάτος απ'τα άνθη της Οφηλίας,
δενδρολίβανο για τη θύμηση, μαργαρίτες για την αθωότητα
μα πιο πολλά απ΄όλα τ'άνθη είναι οι βιολέτες,
που 'ναι για την αφοσίωση, που 'ναι για τον θάνατο,
που 'ναι για τον πατέρα.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

κάθαρση

Και πριν χαράξει η ανατολή
θα μου ζητήσεις να 'μαι 'κει
σε μια απόσταση ελπίδας
όπου τα μάτια δε θα με κοιτάνε όπως πρώτα

εγώ θα μείνω να δω την κάθαρση
θα μείνω για να σε 'δω κι εσένα
για λίγο ακόμη, πιο πολύ

μα μη κοιτάς μη δεις τ'αληθινά μου μάτια
απλώς μ'αγκάλιασε και άσε εμάς
εμάς του δυο δυο πέτρες να γενούμε
ν' αχρονήσουμε στου απέραντου το χάος

γιατί με κούρασε πολύ η αντισφάλεια του σώματος μου
και θέλω πια να φύγω
να 'μαι μονάχα όπου η ψυχή  μου προστάζει

ν' αλαφρωθώ και ν' απομείνω είκοσι και ένα γκραμς
να γίνω λευκό φως όπως η νύχτα δεν γνωρίζει
να γίνω μαύρος ουρανός, αυτός που η μέρα τρέμει 

να γίνω εγώ να γίνω εσύ 
να γίνουμε κι οι δυο πουλιά του αγέρα
να μας κοιτούν ψηλά και να ζηλεύγουν
όπως ζηλεύω εγώ τα ελεύθερα

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Γράμμα στον Άδη.

Ανάμεσα σε δάση πορφυρά, νεκρακόλουθα
άφησα το κορμί μου να κυλίσει
να νιώσω στα βάθη μου τη φλόγα
στου δέρματος την κάψα των  δακρύων να θυμίσει.
Κι αν σε ρώτησα ποτές μου
για που βιάζεις
ήταν που σ'ήθελα κοντά
όταν ο άνεμος της πεθυμιάς με σβήσει.
Μα τώρα προσκυνώ σε Άδη
να χαριστείς στου Έρωτα την όψη
και μη μ'αφήσεις να 'ρθω να σε βρω.
Οι κόρες των ματιών μου μην λευκάνουν
κι οι χάντρες της ζωής να μη σιωπούν.
Τώρα που έμαθα να ζω
λίγη ζωή ακόμη σου ζητώ.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ανθύπνωση


άγουρες αναμνήσεις καλωσορίζουν τη νύχτα
και ξαγρυπνούνε ανάμεσα σε τέρατα μυθικά.
άθικτη φαντάζομαι την καρδιά μου
που μου μιλά με παραισθήσεις κι οιωνούς
που οδηγούν στο τέρμα.
φυλάκισα τα τέσσερα παιδιά μου
για να τα 'χω όπως τα θέλω.
τον πόθο, την απελπισία, την αγάπη
και τέλος τη γλυκήτατη μου τέχνη,
που με μισεί.
τον πόθο μου τον έντυσα με ένα βαρύ σεντόνι
να μου θυμίζει την αρχαία μου στοργή
όταν βαθιά με πνίγει.
την απελπισία την ζέστανα πολύ
μέσα στα δυο μου χέρια
για να ξέρει.
στης αγάπης μονάχα το κελί δεν έβαλα ποθές κλειδί.
και για την τέχνη μου μοίρασα άνθη
κατέβασα μετάξια και ρηχτά
άναψα το πιο λαμπρό κερί
και της πρόσφερα το κορμί
το μυαλό
και το σπέρμα μου.
γνωρίζει την υπέρτατη μου αδυναμία
και χαίρεται όταν κλαίω
όταν θρηνώ
γιατί μονάχα τότε της προσφέρω.
κι ύστερα μ' επαναφέρει στον ύπνο τον τραχύ.
στην ύστερή μου ανθύπνωση